- παράφθεγμα
- παρά-φθεγμα, ατος, τό,A qualification added, Pl.Euthd. 296b.II incidental remark, Aristid.Or.28(49) tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράφθεγμα — qualification added neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφθεγμα — τὸ, Α [παραφθέγγομαι] 1. προσθήκη μιας τροποποιήσεως στον λόγο ή σε ομιλία εν παρόδω, εκ τού προχείρου, παρέργως 2. τυχαίος λόγος 3. αυτό που ειπώθηκε εσφαλμένα, το ψευδές … Dictionary of Greek
παραφθεγμάτων — παράφθεγμα qualification added neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθέγμασι — παράφθεγμα qualification added neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθέγματα — παράφθεγμα qualification added neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθέγματος — παράφθεγμα qualification added neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)